φθοριοχλωριούχος

φθοριοχλωριούχος
-α, -ο, Ν χημ. συνδυασμός φθοριούχας και χλωριούχας ένωσης, όπως είναι λ.χ. ο φθοριοχλωριούχος μόλυβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. fluochlorure < fluor «φθόριο» + chlorure (< χλωρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”